καρκινίας

καρκινίας
καρκῐν-ίας, ου, ,
A crab-coloured gem, Plin.HN37.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρκινίας — καρκινίας, ὁ (Α) [καρκίνος] πολύτιμος λίθος με χρώμα παρεμφερές με αυτό τού καρκίνου, δηλ. τού κάβουρα …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”